- κλεφτοκάραβο
- και κλεφτοκάικο, το(επί τουρκοκρατίας) πλοίο που μετέφερε κρυφά κλέφτες, ένοπλους επαναστάτες.[ΕΤΥΜΟΛ. < κλέφτης + -κάραβο (< καράβι), πρβλ. παλιο-κάραβο, σαπιο-κάραβο].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καράβι — Ονομασία διαφόρων μικρών νησιών της Ελλάδας. 1. Νησί της συστάδας των Οθωνών. 2. Νησί που βρίσκεται 3 χλμ. Ν του ακρωτηρίου Κεφάλι της Κέρκυρας. Από μακριά μοιάζει με καράβι που τραβά τη βάρκα του. Σύμφωνα με τη λαϊκή παράδοση, πρόκειται για… … Dictionary of Greek
κλέφτης — Κορυφή (1.846 μ.) του Σμόλικα, στο δυτικό άκρο του. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του νομού Ιωαννίνων, ΒΑ της Κόνιτσας. Κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου (1946 49), το ύψωμα έγινε θέατρο πολεμικών επιχειρήσεων ανάμεσα στους Έλληνες. Το καλοκαίρι … Dictionary of Greek